ΟικονομίαΠολιτική

Το μεγάλο στοίχημα

50views

Ναπολέων Μαραβέγιας Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Tα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 επιβεβαιώνουν τον πολύ υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης της χώρας μας έναντι του μ.ό. της ευρωζώνης (2,3% σε ετήσια βάση στην Ελλάδα, 0,6% στην ευρωζώνη). Αυτή η εξέλιξη δείχνει ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2024 θα είναι 2,5%, όπως έχει προβλεφθεί. Επιπλέον, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται συνεχώς (από 200% το 2021 αναμένεται να φθάσει στο 152% το 2024), ενώ και το πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίζεται στο 2% του ΑΕΠ το 2024. Παράλληλα, η ανεργία περιορίζεται και βρίσκεται κάτω από 10%. Αν οι επιδόσεις αυτές συγκριθούν με τις αντίστοιχες επιδόσεις πολύ ισχυρότερων οικονομιών, όπως της Γερμανίας και της Γαλλίας, εξηγείται γιατί χώρα μας εισπράττει επαίνους από διεθνείς οργανισμούς.

Το μεγάλο στοίχημα είναι με ποιο τρόπο θα μεταφερθεί η καλή εικόνα της οικονομίας στην πεζή καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών, δηλαδή με ποιο τρόπο οι Ελληνες πολίτες θα βιώσουν τη θετική αυτή εξέλιξη, όταν οι τιμές στα προϊόντα πρώτης ανάγκης παραμένουν υψηλές, παρά την πτώση του πληθωρισμού (3% έναντι 10% πέρυσι), όταν το κόστος της εστίασης έχει εκτιναχθεί, τα ενοίκια των κατοικιών έχουν αυξηθεί υπερβολικά, οι τιμές στις μετακινήσεις, ιδίως των ακτοπλοϊκών γραμμών, είναι απλησίαστες, οι τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα αυξήθηκαν και πάλι, ενώ οι αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις δεν αντιστοιχούν στο αυξημένο κόστος διαβίωσης, ιδίως των νέων ζευγαριών και των συνταξιούχων.

Η προσπάθεια της κυβέρνησης να συνδέσει την πολύ καλή εικόνα της οικονομίας με την καθημερινότητα των Ελλήνων φαίνεται να αποτυγχάνει, καθώς είναι προφανής η αναντιστοιχία μεταξύ τους. Υπάρχει μια ρήση που αποδίδεται σε πολιτικό παλαιότερης εποχής, ότι «οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι πολίτες πένονται». Βεβαίως, η διαπίστωση αυτή είναι υπερβολική, καθώς τα τελευταία πέντε χρόνια υπήρξαν σημαντικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων καθώς και φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες όμως δεν αρκούν για να δώσουν μια σοβαρή ώθηση στις απολαβές των μισθωτών και των συνταξιούχων αλλά και πολλών ελεύθερων επαγγελματιών.

Ο πρωθυπουργός, κατά την πρόσφατη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, φάνηκε να έχει πλήρη επίγνωση αυτής της πραγματικότητας και για τον λόγο αυτόν προχώρησε σε μια σειρά μέτρων που αυξάνουν άμεσα ή έμμεσα το διαθέσιμο εισόδημα χωρίς και πάλι να υπάρχει ανταπόκριση στις προσδοκίες των πολιτών, καθώς οι περισσότεροι Ελληνες πολίτες, πέρα από κομματικές προτιμήσεις, δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν δύο βασικές αλήθειες:

Πρώτον, ότι η ελληνική οικονομία έχει ακόμη ανοιχτές τις πληγές που άφησε η δεκαετής κρίση (2009-2019), η οποία μείωσε τα εισοδήματα όλων κατά 30% περίπου κατά μ.ό., ενώ αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτή η ολέθρια δεκαετία, τα εισοδήματά μας θα είχαν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 20%. Συνεπώς, η μείωση δεν είναι μόνο 30%, γιατί σε αυτή πρέπει να συνυπολογιστεί και η απώλεια των αυξήσεων των εισοδημάτων (όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Ετσι, η πραγματική μείωση των εισοδημάτων μετά την έξοδο από την κρίση είναι περίπου 50%, με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη να πλησιάζει αυτή της Βουλγαρίας, δηλαδή της πιο φτωχής χώρας της Ε.Ε.

Δεύτερον, ότι μια απότομη αύξηση των μισθών και συντάξεων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, έστω κατά 10%, θα είχε ως άμεση συνέπεια αφενός τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής ισορροπίας, που με τόση προσπάθεια έχουμε επιτύχει, αφετέρου την αύξηση των εισαγωγών και τη χρεωκοπία των λιγότερο αποδοτικών επιχειρήσεων. Ηδη, η σημερινή αύξηση του ΑΕΠ, λόγω της αύξησης της κατανάλωσης, αυξάνει δυσανάλογα τις εισαγωγές και διευρύνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα χρέωση τη χώρα μας με τις γνωστές σε όλους συνέπειες μιας χρεωκοπίας παρόμοιας με αυτή του 2010.

Η ελληνική οικονομία χρειάζεται ακόμη αρκετά χρόνια συνεχούς ανάπτυξης προκειμένου να καλύψει το χαμένο έδαφος, ιδιαίτερα στο επίπεδο των επενδύσεων, όπου υπολείπεται κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (23% του ΑΕΠ στην ευρωζώνη, 13% στην Ελλάδα) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ικανοποιήσει την εγχώρια ζήτηση για κατανάλωση και επενδύσεις και να χρειάζεται να κάνει εισαγωγές χωρίς να τις καλύπτει με ανάλογες εξαγωγές. Το παραγωγικό κενό στη χώρα μας υπήρχε και πριν από την κρίση, ενώ φαίνεται ακόμη περισσότερο μετά την οικονομική κρίση. Και τότε και τώρα, κύρια συνιστώσα του ΑΕΠ είναι η κατανάλωση, ενώ θα έπρεπε να είναι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, καθώς υιοθετούνται ευκολότερα τα ευρωπαϊκά καταναλωτικά πρότυπα και πολύ δυσκολότερα τα αντίστοιχα παραγωγικά, ενώ το επίπεδο των τιμών δεν αντιστοιχεί στο επίπεδο των μισθών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.

Το κρίσιμο ζήτημα συνεπώς είναι με ποιο τρόπο θα αυξηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις και έτσι να αυξηθούν η εγχώρια διεθνώς ανταγωνιστική παραγωγή και οι εξαγωγές, ώστε η ελληνική οικονομία να επιτρέπει μεγάλες αυξήσεις αμοιβών. Αυτές οι αυξήσεις των αμοιβών θα προέκυπταν από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία θα βελτιωνόταν μέσω της νέας τεχνολογίας και των οργανωτικών αλλαγών που φέρνουν πάντοτε οι παραγωγικές επενδύσεις. Η έμφαση, συνεπώς, της προσπάθειας πρέπει να στραφεί στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αύξηση των επενδύσεων με πρώτη προτεραιότητα, μεταξύ άλλων, τη ριζική μεταρρύθμιση του τρόπου λειτουργίας του δημόσιου τομέα, που φαίνεται να είναι η σημαντικότερη τροχοπέδη.

ΠΗΓΗ https://www.real.gr

 


*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου, χωρίς την προηγούμενη άδεια των «Συντελεστών» του portoni.gr.