Πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Βοτανικό η παρουσίαση του βιβλίου του Γρηγόρη Καγγελάρη “Λύκος για πάντα των εκδόσεων «Εύμαρος»
Πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Βοτανικό η παρουσίαση του βιβλίου του Γρηγόρη Καγγελάρη “Λύκος για πάντα των εκδόσεων «Εύμαρος».
Για το βιβλίο μίλησαν ο συγγραφέας Γιώργος Συμπάρδης, ο ιστορικός και συγγραφέας Κώστας Ζαφείρης, και ασφαλώς ο συγγραφέας Γρηγόρης Καγγελάρης.
Αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε η ηθοποιός Αρκαδία Ψάλτη ενώ την εκδήλωση συντόνισε ο υπεύθυνος των εκδόσεων «Εύμαρος» Πέτρος Κακολύρης.
Τη βραδιά τίμησαν με την παρουσία τους, εκτός από τους πολυπληθείς φίλους και φίλες, διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ποιητής, βιβλιογράφος, Μαρία Στασινοπούλου, καθηγήτρια πανεπιστημίου, Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια πανεπιστημίου, Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, Γιώργος Βέης, κριτικός λογοτεχνίας, Άννα Αφεντουλίδου, κριτικός λογοτεχνίας, Λέανδρος Πολενάκης, κριτικός θεάτρου, οι συγγραφείς, Άρης Αλεβίζος, Νεοκλής Δημόπουλος, Μαριάννα Βεντούρη και οι επιμελητές Δημοσθένης και Παναγιώτης Κερασίδης.
Σ’ αυτή τη συλλογή, που λειτουργεί ως θρυμματισμένο μυθιστόρημα, παρακολουθούμε τον πολυμορφικό πρωταγωνιστή, Πέρο ή Πέτρο ή αλλιώς Περσέα στις κορυφώσεις μα και στις καταβυθίσεις του. Αυτές συνιστούν ψηφίδες μιας ολόκληρης εποχής, μέσα από δεκαετίες θεμελιώδεις, όσο και εκθεμελιωτικές, ενώ το νήμα της αφήγησης εκτείνεται από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και την τρέχουσα πανδημία, σαν μια ακίνητη και ανίκητη στιγμή. Τα δεκαοχτώ διηγήματα ανασκαλεύουν μνήμες δικτατορίας, εφηβικών και μη ερώτων αλλά και απατηλής ευμάρειας, επίσης εκλαμβάνοντας την πανδημία ως ποινή για την ύβρη της απάθειας. Συγκεκριμένα το διήγημα «Η μάνα του αντάρτη» γράφτηκε σε κεφαλλονίτικη ντοπιολαλιά για να τιμήσει ο συγγραφέας τα πατρογονικά του.
Το καλοκαίρι θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου και στο νησί μας.
Μικρό απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου: https://www.youtube.com/watch?v=aH3jsGSlELQ
Ο συγγραφέας:
Ο Γρηγόρης Καγγελάρης γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από την Κεφαλονιά. Σπούδασε: Φυσική στο ΕΚΠ, Γερμανική Φιλολογία στο Τ.Η. Aachen και Jazz σαξόφωνο στο Φ. Νάκας (τμήμα του Boston Berklee College of Music). Με την μπάντα των «Ίρις» δισκογράφησε τρεις φορές: Από την άκρη του χρόνου (Legend, 2001), Όμορφη μέρα (Legend, 2002) και Audiophile (Legend,2005). Στην πεζογραφία εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το μυθιστόρημα: Ο Σπούτνικ ταξιδεύει ακόμα (Μοντέρνοι καιροί, 2011). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως εκπαιδευτικός.
Η μάνα του αντάρτη
Εκειό τον Αύγουστο η χήρα του γραμματικού επαραλόησε. Έβγαινε όξω σε καντούνια κι απλωταριές, με τον άντρα της και το γιο αειπάνου σε δύο κομμάτια κιτρινισμένο χαρτί, κι όποιον εθωρούσε μπρος της, τον έφτυε κατάμουτρα, έτοιμη να τονε σκρόξει σαν οχιά, αφότις πρώτα τονε τρατάριζε κατάρες που δεν είχε ματακούσει ανθρώπου αυτί.
Στο χωριό τηνε πήρανε από φόβο μεγάλο κι οι σοφοί γερόντοι εκάμανε μάζωξη, γιατί ήπρεπε να πράξουν κάτι. Πού να τηνε μαϊνάρουνε, τέτοια άγρια θύελλα;
«Δώστε εσείς το όρντινο, κι εγώ θα κάμω το καθήκον μου», τσου έταξε ο νωμοτάρχης.
Επήε το λοιπό ο δήμαρχος, που ‘χε κλείσει στο θώκο του χρόνους περισσότερους κι απ’ τον Κωνσταντίνο, του αητού το γιο, στο πορτόνι της, και τόμου εφκείνη ρίπισε από το παρεθύρι αειπάνου του ένα αγγειό απόπλυμα και τον έκαμε ζηφτάρι, εκειός εσεληνιάστηκε.
«Όπου να ‘μπει ο διάλος μέσα σου, ωρή», έσκουξε. «Μέχρις εδώ ήταν. Μπονώρα θα ‘ρθει ο νωμοτάρχης να σε κλείσει στ’ άσυλο, εκεί που ήπρεπε να σ’ έχω κλείσει εγώ από τότες».
Η Πελαγία τον άφηκε να πάει στα τσακίδια, επερίμενε ν’ ανέβει το νυχοφέγγαρο κι αμά τράβηξε για του Κωνσταντή τση Λουκίας, όπου το νογάγαν ούλοι πως εψάρευε με δυναμίτια. Ετρύπωσε στην αποθήκη του, εψαχούλεψε στ’ αρμάρια, τα έβρηκε και τύλιξε στην ποδιά της τέσσερα μασούρια. Εγύρισε σπίτι, το πάστρεψε, και με τη φέξη, εβγήκε πάλι στα καντούνια. Κρατούσε στο ένα χέρι τσι δύο φωτογραφίες κόνισμα και στο άλλο ένα τσακμάκι, ζωσμένη με τα δυναμίτια σαν φυσεκλίκια, λες και βγήκε με το γιο της στο βουνό.
Οι χωριανοί αγγελοκρούστηκαν στη θωριά της. Άλλοι την επήρανε από πίσω και κάποιοι ετρέξανε στο δήμαρχο. Το νωμοτάρχη δεν τονε βρήκανε, ποιος ξέρει σε ποιανής το στρώμα ερουχούνιζε;
Η γριά, που τ’ όνομά της δεν το εβάζανε στο στόμα τους οι παλιοί μήτε το κατείχανε οι νιότεροι, εκίνησε ισαπάνου για τον Παντοκράτορα, που δεν τον είχε πατήσει μηδέ Γερμανός μηδέ ρουφιάνος, με πόδι τρεμάμενο, μα σίγουρο, σαν να τηνε καρτερούσαν στην κορφή εφκείνοι που ‘χε χάσει. Πίσωθε ακλουθούσαν αλάργου άντρες πολλοί και γυναίκες, ακόμη κι ο Μεμάς, ο κούτσαυλος, με τα δεκανίκια. Όπου ήβλεπες τέτοιανε τρεματούρα στην όψη τους, που έλεες πως οι ώρες τους ήσανε μετρημένες.
Και τόμου αριβάρησε πλέο στο ερημοκλήσι τση Παναγιάς τση Κρεμαστής, αλειτούργητο απ’ την Κατοχή, αφού το ‘χαν μαγαρίσει οι άθεοι, που το εκάμανε καταφύγιο, κι άνοιξε το πορτόνι, δεν εκότησε κανένας να πλησιάσει. Οι αποκοτιές δεν ήσανε των γνωστικών κι εκειών η σοφία περίσσευε – αμέ πώς θα ‘χανε γλιτώσει απ’ την πείνα και το σίδερο; Πολλοί πάλε εκάμανε τσου έλατους ταμπούρι. Ποιος ξέρει ποιος σκοτάγγελος είχε φωλιάσει στο νου και στην ψυχή τση κουρλαμένης θειας με διπλωμένο στα δύο το κορμί, που την ελέανε η «μάνα του αντάρτη».
Το πρώτο ξαφνικό την ήβρε το ’30, τόμου ο άντρας της επήε καλιά του μαζί με το παπόρο κι ούλους τσου μαρινάρους εδεκείθε στα νερά τση Κίνας. Στο χωριό δεν εκρατήσανε βέβαια οι κλάψες, γιατί ήτανε σύσσωμο ταμένο του βασιλιά και βαθιά θεοσεβούμενο, ενώ ο σχωρεμένος είχε ιδέες και παρόλες, λες και τον είχε ορμηνέψει ο ίδιος ο Αντίχριστος. Πιότερο ανακουφιστήκανε το λοιπό κι έδινε κι έπαιρνε το «Θε μου, σχώρα με για την αμαρτία!». Μα μπρι σώσουν ν’ ανασάνουνε, εμεγάλωσε ο γιος του ο Πέλοπας, ίδια διαόλου φύτρα με τον πατέρα του και χειρότερος. Άλλαζαν στη θωριά του ρούγα. Κακό σκουλαμέντο!
Ύστερις εκοπιάσανε οι Γερμανοί κι ο Πέλοπας εβγήκε από τσου πρώτους στο βουνό, όπου είχανε το πρόσταγμα μόνε οι κυπάρισσοι και τα πουρνάρια, ενώ ο δήμαρχος έμεινε σαν το κορφοβούνι στη θέση του, όπως πριν, όπως τότες, όπως και κατόπι. Οι σκατόφωλοι εμαζέψανε τη μάνα του, την εκάμανε κακοθάνατη από τα κατακέφαλα, κι αφότις εβεβαιωθήκανε πως δεν είχε να τσου πει τίποτσι, την αφήκανε ήσυχη.
Το παλικάρι εγλίτωσε από τσι εφόδους στα βουνά, ώσπου μια νύχτα εκίνησε για τη μάνα του, που την είχε λαχταρήσει. Εγλίστρησε μες στο σκοτάδι, μη και τονε πάρει καμιανού το μάτι, και χώθηκε απ’ το πλυσταριό στο σπίτι. Μα για κακή του ώρα, τονε μάτιασε η Φωκάταινα, που ‘χε βγει στον απόπατο τση αυλής για την ανάγκη της κι έτρεξε ανεμορούφουλας να κάμει το χρέος της, να δώσει στο δήμαρχο ραπόρτο. Εκειός τ’ αποφάσισε ότι ήταν η ώρα να ξεφορτωθεί μια και καλή τον Εξαποδώ κι έτρεξε, με τη σειρά του, στο φρουραρχείο. Ποιος ξέρει τι είχε να περιμένει από δαύτονε τόμου θα φεύγανε οι Γερμανοί, αν μάλιστα ερχόντανε οι άλλοι στα πράματα;
Μπονώρα τονε στήσανε στον τοίχο. Εφκειός εξεθηλύκωσε την πουκαμίσα, επρόκαμε να τάξει τα στήθια του στον ήλιο μπρι ν’ ανοίξει πανιά, κι έβλεπε μες σ’ τσι μαύρες κάννες αντίκρυ το βυθό που ‘χε καταπιεί τον πατέρα του.
Μετά από πέντε μήνους εξεκουμπίστηκαν οι Γερμαναραίοι, μα το νησί ησυχία δεν βρήκε. Οι καπεταναίοι δεν εμονιάσανε. Εβγάλανε τα μάτια τους και μαζί με τα δικά τους και τα μάτια του κόσμου. Στα πράματα, βέβαια, δεν ήρθανε οι άλλοι, εμείνανε οι ίδιοι βράχος και η Πελαγία δεν εματάκουσε τ’ όνομά της. Ήταν για ούλους η «μάνα του αντάρτη». Εκόβανε δρόμο τόμου τηνε βλέπανε εμπρός τους, δεν τσου έκοψε ποτές αν είχε να φάει ένα μπουκούνι ψωμί. Ο παπα-Λιας πάλε τσου εκοινωνούσε, είχε συχώριο για την απανθρωπιά τους, αφού ‘χανε τραβήξει ούλοι τα μύρια όσα από τσου ρέμπελους, περικυκλωμένοι από τα ζερβοχώρια.
Εφκείνη δεν εδιακόνεψε ποτές. Μόνε εκλείστηκε στο σπίτι, γιατί απόξωθε την έκαιε στου καθεμιανού τα μούτρα η φωτιά. Κεφαλοχτυπιότανε κι έκαμε χρόνους δέκα ν’ ανοίξει στο φως το παραθύρι και την πόρτα της. Έπαιρνε μόνε στο σκοτάδι τα βουνά κι ούρλιαζε, έτσι που απόδιωχνε και τ’ αγρίμια.
Η Πελαγία αριβάρισε στο ξωκλήσι, μια πασχαλιά μονάχη καταμεσής ουρανού και γης, εδρασκέλισε το χορταριασμένο κατώφλι κι επήρε να ρουθουνίζει, λες κι έψαχνε σαν το σκυλί τη μυρουδιά, τα σημάδια του γιου της. Αμά σήκωσε το μάτι θολό στα κονίσματα.
«Φωτιά να σε κάψει», τα ‘βαλε πρώτα με τον Αϊ-Νικόλα. «Ανάθεμά σε, που σου ‘ταξα τον αφέντη μου κι εσύ τονε σκυλόπνιξες στα μαύρα σου νερά». Ύστερις εστράφηκε με άγριο θυμό στην Παναγιά με το θείο βρέφος στην αγκαλιά της. «Μαύρη ψυχή και άραχλη», έσταξε χολή. «Που επειδής έχασες εσύ το δικό σου, είπες να μη γελάσει κι άλλης μάνας τ’ αχείλι της. Αμέ κι εγώ», συνέχισε: «Κάλλιο να φωτοκαώ στην Κόλαση παρί να ξαναδώ τα μούτρα σας εμπρός μου».
Άρχισε, για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνους, να κλαίει σπαραχτικά φιλώντας τις φωτογραφίες του άντρα και του γιου κι έπειτα άναψε το τσακμάκι…
Απόξωθε οι χωριανοί επεριμένανε κι η ώρα περνούσε. Εκόντευε πια να ρεποσάρει ο ήλιος. Άλλοι σταυροκοπιόνταν για το πώς ο βερζεβούλης κατάφερε μες στα κουρέλια της να έμπει στου Θεού το σπίτι και μόνε ο ντοτόρος εμουρμούριζε πως εφταίανε κι εφκείνοι που εξεκούτιανε. Κανενός όμως δεν του βαστούσε να πλησιάσει στην εκκλησιά ώσπου κάποιος διαόλου σπόρος εξέφυγε τση μάνας του, εχώθηκε μέσα κι αρκίνησε να σκούζει: «Απόθανε…απόθανε…είναι εδεπά…αποθαμένη…».
Τότες επήρανε τα πόδια τους οι υπόλοιποι και τηνε βρήκανε απίκουπα αειπάνου σ’ τσι πλάκες, με τα δυναμίτια στην καρδιά και τσι φωτογραφίες αγκάλη.
Το θάμα έτρεχε από στόμα σε στόμα κι είχανε να λένε χρόνους πολλούς, ώσπου να σβήσουνε οι γενεές αυτές, για το πώς η Μεγαλόχαρη έσβησε το τσακμάκι και τηνε πήρε μαζί της για να σώσει την ψυχή της, μπρι προκάμει η τρέλα της να τηνε ξαποστείλει στο πυρ το εξώτερο.
Για το φιτίλι, που ‘τανε ζηφτάρι απ’ τα δάκρυά της και πώς ν’ ανάψει, δεν έκαμε λόγο κανένας. Θα ‘ταν μεγάλη βλαστημιά να ψάχνουνε άλλα σαν τον άπιστο Θωμά. Ορίσανε μάλιστα την ίδια μέρα, στες είκοσι του Αυγούστου, για την πανήγυρη του χωριού, όπου ετρώγανε αλιάδα, να διώξει τα κακά πνέματα, και εκαψάλιζαν το σκιάχτρο τση γριάς με χορούς, τραγούδια και ντουφεκιές…
Με τον καιρό, εξεχαστήκαν ούλα. Και ο γραμματικός και ο Πέλοπας κι εφκείνης τα μαρτύρια… Εμνημονεύανε μόνε το πώς η χάρη Της εγλίτωσε την εκκλησιά της από το μπουρλότο.
Ο δήμαρχος πάλε ζει και βασιλεύει. Μαρμάρινος και κοτσονάτος, στην πλαταία καταμεσής, δείχνει με σηκωμένο το χέρι κατά τη μεριά τση εκκλησιάς. Για να θυμούνται οι παλαιοί και να συνετίζονται στην τρέλα τση νιότης οι μικρότεροι.
Να μη νογάει ποτές κανένας πως ψέμα κι αλήθεια είναι τση ίδιας μάνας γέννα, διπλάρια που μοιάζουνε σαν δύο σταγόνες νερό.
Έτσι γεννήκανε ούλα, Αφέντη μου, έγγονά μου, όπως σ’ τα είπα. Και να τα γράψεις συ, που ‘σαι γραμματιζούμενος. Να τα γράψεις, να μην τα πάρει η ανεμορπή και ξεχαστούνε.
Γλωσσάρι
Αμά = μετά
αγγελοκρούω = ταράζω
ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος
απίκουπα = ανάσκελα
διπλάρια = δίδυμα
εδεπά = εδώ πέρα
εκειός = εκείνος, εκειές = εκείνες, εκειών = εκείνων
ζηφτάρι = μούσκεμα
μαϊνάρω = κουμαντάρω
μπονώρα = νωρίς το πρωί
μπουκούνι = κομμάτι
νογάει = παίρνει χαμπάρι
ξεθηλύκωσε = ξεκούμπωσε
ραπόρτο = είδηση
ριπίζω= χύνω
ρεποσάρω = ξεκουράζομαι