Τα έθιμα του Πάσχα στην Κεφαλονιά
Ο παλιός κεφαλονίτικος ρουκετοπόλεμος
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Στην Κεφαλονιά υπήρχε από παλιά η έντονη σμπαράδικη εικόνα της εορτής της Λαμπρής. Μετά την Ένωσης του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα, που πλέον ήταν ελεύθερες οι χριστιανικές ορθόδοξες εκφράσεις, ο λαός θα ξαναφέρει πιο δυναμικά τον ρουκετοπόλεμο κατά την περίοδο της Λαμπρής[1] « Ο ζουρλοροκετοπόλεμος του Αργοστολίου διαρκεί όλην την ημέρα της λαμπράς, όπου και παντελόνια τρυπιώνται και μουστάκια καίονται και γενιάδες τσουρουφλίζονται.- Οι χωροφύλακες και οι κλητήρες, μένουν κλεισμένοι , δια τον φόβον των Ιουδαίων, και τα διαμαχόμενα μέρη επιπίπτουν μανιωδώς εναντίον, …Η κουρλοροκέτες το περικυκλ΄΄ωνουνε πανταχόθεν και μόνο η φυγή το σώζει, ως εσωσε τόσους άλλους φιλησύχους πολίτας, οι οποίοι ηναγκάσθησαν όλην την ημέραν να ήναι κλεισμένοι στα σπίτια τους σαν Εβραίοι, δια να αποφύγουν την λύσσαν και την μανίαν των οπαδών του Ιησού…»
Άλλη αναφορά στον παλιό τύπο κατά το τέλςο του 19ου αιώνα μας ενημερώνει πως στο Αργοστόλι από νωρίς πριν από την Λαμπρή ετοιμάζοντας οι ρουκέτες. Συγκεκριμένα κατά το 1890 καταγράφεται η κατασκευή ολίγων ρουκετών, αλλά ο σχολιαστής επαινεί τον αστυνόμο ότι είχε τον έλεγχο και περιόρισε το έθιμο αυτό, σχολιάζοντας στο τύπο της εποχής[2], πως «…Αλλά πολύ καλόν θα ήτον αν ο κόσμος παρήτει αφ’ εαυτού τοιούτον έθιμον, χωρίς να είναι ανάγκη της αστυνομικής παρεμβάσεως. Οι αληθείς χριστιανοί την μεγάλην εορτήν του Πάσχα πρέπει να πανηγυρίζωσιν εν αγάπη και ομονοία και όχι εν πολέμοις ροκετών και πυροβολισμών.»
Παρόλη την αστυνόμευση που γινόταν στο Αργοστόλι για τις ρουκέτες, αυτές δεν έλειπαν από την πασχαλινή ατμόσφαιρα απενανίας την συπολήρωναν με όσα και να γίνονταν επικίνδυνα. «..Η Κυριακή του Πάσχα απέρασε με ησυχίαν. Ροκέτες όμως δυστυχώς δεν έλλειψαν, μολονότι ο κ. Αστυνόμος έκαμεν ό, τι ηδυνήθη, συνέλαβε πολλούς και περιώρισε το κακόν έθιμον. Εις το λιθόστρωτον πλησίον του φαρμακείου του κ. Τρωγιάννου συνέβη κάτι το δυσάρεστον. Παίδες τινες επετέθησαν δια ρουκετών εναντίον μιας ξένης Κυρίας διερχομένης…»[3]
Μα και το Ληξούρι δεν έμενε πίσω στα θορυβώδη πράγματα της Λαμπριάς. Στα 1900[4] όπως και κάθε χρονιά η Ανάσταση του Χριστού ήταν πολύ θορυβώδης από τη μεριά του Ληξουρίου, τέτοια ώστε ο αρθρογράφος σε τοπική εφημερίδα να την παραλληλίζει με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Το Ληξούρι κάθε που ερχόταν η Λαμπρή καργάριζε τα κανόνια του τα οποία βρισκόταν στο λιμάνι και έστελνε τα πυρά του προς το Αργοστόλι. Φυσικά ήταν αφόρητη η ατμόσφαιρα τόσο στην παραλία όσο και στην πλατεία της πόλης από τον πολύ καπνό και το βουητό που έκαναν οι εκατοντάδες ρουκέτες, ενόψει της Λαμπρής.
Δεν έλειψαν ποτέ τα ατυχή περιστατικά τα οποία έπαθαν οι κατασκευαστές των επικίνδυνων πυροτεχνημάτων και αυτοσχέδιων ρουκετών. Μια τέτοια περίπτωση[5] ήταν και αυτή του Παναγή Σιμωτά Μαλαϊνού από τα Σαρλάτα της Λιβαθούς, ο οποίος κατασκέυαζε τα λεγόμενα χαλκούνια, είδο βαρελότου δια την Λαμπρή. Στα 1901 «…ενώ δε έτριβεν εις εν μουρτάρι τα σχετικά υλικά εξεπυρσοκρότησε το μίγμα, του έβλαψε σοβαρώς τας χείρας, του προσέβαλε τους οφθαλμούς, έθραυσε παρατυχόντα πράγματα και επλήγωσε ελαφρώς και άλλους παρισταμένους. Η σκηνή συνέβη εις το μαγαζί του Γασπαράτου Παβιόλου εις Σαρλάτα, ο τραυματισθείς δε Μαλαϊνός μετεφέρθη εις το Νοσοκομειον.
Τα σμπάρα, τα βαρελότα, το σπάσιμο των αγγείων, οι κροτίδες και τα τοιαύτα, αποτελούν έκφραση χαράς, εκτόπισης κακού, εκτόπισης κακής ενέργειας, διεγείρουν τις αισθήσεις, φέρνοντάς σε στη ζωή. «Σε τρομάζουν», σε ξυπνούν και σου λένε πως ζεις, πως νίκησες τον θάνατο, πως μπορείς να ξυπνήσεις και να νικήσεις το θάνατο και με τον μεγάλο θόρυβο γίνεται μέσα σου «μια πρόβα θανάτου» που σε προετοιμάζεις να δεις τη ζωή και να επιλέξεις προσωπική στάση και εξέλιξη .
Στην παλιά λαογραφία του Ληξουρίου απέναντι στην αδελφή πόλη του Αργοστολίου, τα σμπάρα της Ανάστασης αντάριαζαν τους Ληξουριώτες που οι παλιές κόντρες με την πρωτεύουσα και τα ευτράπελα ήταν πράξεις ζωής, δράσης και ύπαρξης για τις δυο πόλεις.
Κάθε που οι Ληξουριώτες έφτανε η Λαμπρή, τα παλιά χρόνια, έως και το 1919, αλλά πιθανόν και για λίγα χρόνια μετέπειτα, σμπαράριζαν τα κανόνια ενάντια στο Αργοστόλι. Το έκαναν με κέφι για να δηλώσουν την παρουσία τους, το μπρίο τους, αλλά και να τους πουν, πως, οι της απέναντι όχθης κάτοικοι είναι φωλιασμένοι μέσα στη λάκα, δεν παίρνουν «τον αγέρα τους».
Βέβαια, οι Ληξουριώτες όπως ήταν πάντα θορυβώδεις, αλλά και σπιρτόζοι, έβρισκαν την ευκαιρία να λένε τσου Αργοστολιώτες « ωρές ειμάστενε ζωντανοί ! και εσείς που εισάστενες ωρές; Να σας αμολάρουμε και καμιά σμπαραξιά άμα λάχει … για να ξυπνήσετε;!
Και ο παραπάνω λόγος έχει την αιτία του! Είχε λοιπόν το Ληξούρι αρκετά κανόνια, δυο από αυτά ήταν «Ο Κάρλος και ο Λούτσος» .
Εκ των οποίων το ένα ονομαζόταν Κάρλος εκ του ονόματος του εργοστασίου που προερχόταν «Karlo e Figlio» (εκ της οποίας λέξεως προήλθεν ίσως η ονομασία Καρυοφίλι), το δε δεύτερο, ο Λούτσος, ήταν από άλλο ομώνυμου εργοστάσιου. Τα κανόνια τα μετέφεραν οι Ληξουριώτες παρά τους Αγ. Αποστόλους παλαιού Ενετικού πυροβολείου, όπου η περιοχή ονομάστηκε «στρατώνας» εκεί όπου σήμερον υπάρχει το νεκροταφείο της πόλης…
Τόμου ήταν Λαμπρή μαζεύονταν όλα τα αγιόπαιδα – ζιζάνια του Ληξουριού και άναβαν τον Κάρλο, που κοιτούσε προς το Αργοστόλι.
Έκαναν πρώτα να ξημερώνει Λαμπρή «Θεού κακό» στις εκκλησίες, εκείνος ο Αρχάγγελος, η ομορφοκκλησιά του Ληξουρίου, είχε μαρτυρήσει, τα στασίδια ήταν μπουκούνια, και αφού τα ζιζάνια πήγαιναν από ναό σε ναό και δώστου σμπάρα και αυτοσχέδια «πυρομαχικά» και έπειτα μαζεύονταν οι παρέες και «άναβαν» τον Κάρλο και τον έκανα να βογγάει κοιτώντας το Γροστόλι.
Ακόμη και ο Γεώργιος Μολφέτας δεν άφησε το θέμα και μ’ αυτό κόσμησε τις σελίδες του στην εφημερίδα «Ζιζάνιον»…
Η ρίψη των πήλινων αγγείων κατά την Ανάσταση
«Το σπάσιμο της στάμνας»
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Λόγω που πολλοί φίλοι με ρωτούν για το πασχαλινό έθιμο «το σπάσιμο της στάμνας ή καλύτερα το σπάσιμο των πήλινων αγγείων», την καταγωγή του και το τι συμβολίζει αποφάσισα να ξαναδημοσιεύσω το παλιό κείμενο με νεότερες προσθήκες, ώστε να γίνει γνωστή η εξελικτική πορεία του εθίμου. Ωστόσο, νιώθω χαρά γιατί την αρχική του επαναφορά και θύμηση στις τελευταίες δεκαετίες την πραγματοποίησα μέσα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας 1990-2000 στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος», και πήρε «τα επάνω του».
Όμως είναι φοβερό ότι άκριτα ακούγονται και λέγονται διάφορες απόψεις, που μάλλον θεωρούνται βιαστικές και απαίδευτες ως προς το έθιμο και την ιστορία του. Μάλιστα κάποιοι για να δηλώσουν την ύπαρξή τους, διακωμώδησαν το έθιμο, νομίζοντας πως κάνουν έξυπνη σάτιρα, κρύβοντας πίσω από την πράξη τους «πολιτικές» ανησυχίες προς τους αντιπάλους τους… Άλλοι προσπαθούν να βρουν φθηνές θέσεις και δικαιολογίες χωρίς ιστορικές τεκμηριώσεις.
Επίσης, είναι φοβερό να υποτιμούμε τη δική μας ελληνική και ορθόδοξη παράδοση, θεωρώντας τα πάντα «ξενικά».
Είναι βέβαια πολύ μεγάλο το θέμα και χωράει αρκετή συζήτηση, (στο παρόν άρθρο αυτό για λόγους χωρητικότητα δεν μπορεί να γίνει), για το πώς πρέπει να αναβιώνουν τα ξεχασμένα έθιμα, το πώς πρέπει να διατηρούνται και να εκτελούνται, τη διαμόρφωσή τους στο χρόνο και το πώς το μεταλλάσει- τροποποιεί μια κοινωνία για πολλούς λόγους, ιδίως τουριστικούς και γενικά εμπορικούς.
Ας πάρουμε όμως τα εθιμικά πράγματα κατά το πώς έχουν. Ένα από τα πιο «παράξενα» έθιμα του Πάσχα, το οποίο διατηρείται κυρίως στην Κέρκυρα, είναι και το «σπάσιμο της στάμνα, του μπότη». Μάλιστα, γίνεται με τέτοιο φανφαρόνικο τρόπο για τουριστικούς λόγους, με αποτέλεσμα να ξεφύγει από την παλιά εθιμική διαδικασία, «να πλατειάσει» για να ικανοποιήσει τις αισθήσεις της όρασης, της αφής και της ακοής. Βέβαια, εξυπηρετεί στον κερκυραϊκό τρόπο της τέλεσης του εθίμου η αρχιτεκτονική του χώρου και των κτηρίων του όμορφου νησιού.
Συγκεκριμένα το έθιμο «το σπάσιμο της στάμνας» πραγματοποιείται με την πρώτη Ανάσταση, που γίνεται να ξημερώνει Μεγάλο Σάββατο, τότε που ο ιερέας λέει το «Ανάστα ο Θεός» και οι χριστιανοί σπάνε πήλινα αγγεία ή κάνουν με ότι μπορούν θόρυβο για να διώξουν το κακό του θανάτου. ( όπως το άλλο «Έθιμο του σεισμού» στις περισσότερες εκκλησίες της Παλικής. Γι αυτό, «το έθιμο του σεισμού», αναφέρεται και ο Δημήτριος Λουκάτος στο θέμα της Ανάστασης.)
Στην Κέρκυρα το έθιμο «το σπάσιμο της στάμνας» μεταφέρθηκε τις πρωινές ώρες, γύρω στις 11 με 12π.μ και από τα τριώροφα και τετραώροφα κτήρια ανοίγουν τα παραθύρια και «αμολούνε» με δύναμη τις στάμνες και παρόμοια αγγεία, που καθώς πέφτουν κάνουν τον ανάλογο θόρυβο. Έτσι, η εθιμική αυτή πράξη κάνει συμμέτοχους τους πιστούς στη Ανάσταση του Χριστού και συγχρόνως πατούν τον θάνατο. Οι Κερκυραίοι με τη δεύτερη καμπάνα που σημάνει την πρώτη Ανάσταση, εκσφενδονίζουν από τα μπαλκόνια τους που τα έχουν στολίσει με κόκκινα λάβαρα, προς το δρόμο «τους μπότηδες», που έχουν συνήθως διπλή λαβή. Μάλιστα για να κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο, τους γεμίζουν με νερό και έτσι είναι πιο βροντεροί.
Έχουν ειπωθεί πολλά για την καταγωγή αυτού του εθίμου, που άλλοι το θεωρούν ξενικό και άλλοι, πως είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης.
Το έθιμο αρχικά αναφέρεται στα χρόνια της ελληνικής αρχαιότητας, συγκεκριμένα στη μινωική περίοδο, όπου οι Κρητικοί από την παραμονή του γάμου τους συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα κι ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν, τά’ σπαζαν ένα – ένα. Η συνήθεια αυτή με τον καιρό γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα κι έτσι σήμερα όχι μόνο σε γάμους αλλά σε κάθε διασκέδαση, οι Έλληνες τους αρέσει πάνω στον ενθουσιασμό τους να σπάνε πιάτα και ποτήρια. Από αυτό, άλλωστε βγήκε και η γνωστή φράση «τα σπάσαμε» που τη λέμε μετά από κάθε γλέντι (1).
Το έθιμο πέρασε,(όπως και άλλα της ελληνικής λαογραφίας) στη Δύση και προσαρμόστηκε ανάλογα στις ιδιαιτερότητες του κάθε λαού. Έτσι οι Ενετοί κατά την περίοδο της Πρωτοχρονιάς έσπαγαν τις παλιές στάμνες, στη μεγαλύτερη γιορτή τους,- ως φόρο- στο νέο χρόνο, προκειμένου να τους φέρει νέα αγαθά στο σπίτι τους. Οι Ορθόδοξοι διατήρησαν το έθιμο κατά την περίοδο της Λαμπρής, λόγω που αυτή η εορτή θεωρείται η μεγαλύτερη για αυτούς. Είναι η γιορτή της επιβεβαίωσης της ζωής και η νίκη ενάντια στο θάνατο.
Υπάρχει και εκδοχή που φαίνεται να έρχεται από τον μεσαίωνα, είναι αυτή που θέλει να γίνεται το σπάσιμο της στάμνας, για να φύγουν μακριά τα «μολυσμένα» κακά πνεύματα που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους.
Μια πρακτική θέση δικαιολογεί κατά πολλούς την εκδοχή που λέει, πως επειδή μέσα στα πήλινα αγγεία τα παλιά χρόνια φύλαγαν τα φάρμακα για να συντηρηθούν, λόγω που εκεί υπήρχε δροσιά, όταν έρχεται η χαρά που πατάει τον θάνατο όπως είναι η Ανάσταση του Χριστού μας, είναι μια ευκαιρία να σπάσουμε το πήλινο αγγείο, ως πράξη συμβολική ενάντια στο κακό.
Ακόμη σώζεται και παγανιστική προέλευση του εθίμου, και θέλει να δείξει, πως καθώς η φύση οργιάζει την άνοιξη, για τη συλλογή των καρπών απαιτούνται νέα κανάτια και δοχεία για την αποθήκευσή τους. Αυτός είναι και ο λόγος σύμφωνα με αυτή την εκδοχή που σπάμε τα παλιά κανάτια στην Ανάσταση του Κυρίου μας, Ιησού Χριστού.
Το έθιμο του «σπασίματος της στάμνας ή των πήλινων αγγείων», διατηρούνταν στην Κεφαλλονιά μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Φαίνεται δε ότι το έθιμο αυτό ήταν κοινό σε πολλά ελλαδικά μέρη, όπως στη Στερεά Ελλάδα, στην Αθήνα σε κάποιους ναούς, και σε όλα τα Επτάνησα. Τώρα τελευταία αναβιώνει στη Ζάκυνθο με τουριστικές προεκτάσεις.
Βέβαια, είναι απορίας άξιο πώς δεν το αναφέρει ο ιστοριοδίφης της Κεφαλλονιάς Ηλίας Αγγ. Τσιτσέλης «ως σπάσιμο των κανατιών ή κάτι παρόμοιο». Πιθανόν το έθιμο να είχε εξασθενήσει από πολύ παλιά. Το βρίσκουμε:
όμως ως αναφορά στο «Κεφ. Α’- Στατιστική εξέτασις της Νήσου. Κεφαλληνίας, καθ’ ην ευρίσκετο κατάστασιν το Ι829ον έτος» στον τόμο «Ιόνιος Ανθολογία» Κέρκυρα, Ιούλιος ΛΩΛΔ.
Συγκεκριμένα, στη σελίδα 511 αναφέρεται από αρθρογράφο της τότε κεφαλληνιακής λαογραφίας: «… Το Μέγαλο Σάββατον όταν ψάλλεται εις την εκκλησίαν το ανάστα ο Θεός ρίπτουσιν έξω των οίκων τα αγγεία ακέραια ή ημίθραυστα. Δεν διαβαίνουσιν επάνω τών συντριμμάτων, αλλά τα μετατοπίζουσιν, αν πρέπη αναγκαίως να διέλθωσιν εκείθεν….».
Ίσως, το «ασύμφορο» για τότε σπάσιμο (επειδή τα αγγεία ήταν χρήσιμα) να έκαναν τους Κεφαλλονίτες να αδιαφορήσουν και να ξεχάσουν το έθιμο.
Ας δούμε όμως το έθιμο, «το σπάσιμο της στάμνας» και μάλιστα σε σχέση με το άλλο παρεμφερές έθιμο, αυτό που λέγεται, «πέφτει το κομμάτι» και που διατηρήθηκε μόνο στην περιοχή της Ανωγής, αδιαλείπτως δε στα Μονοπολάτα.
Τις 5 το πρωί Μ. Σάββατο που όλα είχαν τελειώσει, άρχιζε όρθρος της κρυφής Ανάστασης. Ο παπάς κρατάει ένα πανέρι γεμάτο φύλλα και κλαριά ελιάς ή δάφνης
και φωνάζει «Ανάστα ο Θεός». Τότε οι πιστοί χτυπούνε με ξύλα τα στασίδια και το γυναικωνίτη, ρίχνουν βαρελότα, όπως λένε “πέφτει το κομμάτι” (2).
Επιβάλλεται μια αναλυτική και τεκμηριωμένη αναφορά για το έθιμο αυτό, μια και πολλοί το θεωρούν ξενικό, ότι ήλθε από τη Δύση, δηλαδή ότι είναι φράγκικο.
Στα «Άπαντα» (3) του Ανδρέα Λασκαράτου, η φράση «Πέφτει το κομμάτι», εξηγείται, ως «το πρώτο σμπάρο που πέφτει το Μεγάλο Σάββατο».Αναφέρεται δε ως ίδια έκφραση και από τον ιστοριοδίφη Ηλία Α. Τσιτσέλη (4), σε μια καταγραφή ταφικών εθίμων προερχόμενα από την περιοχή της Αγίας Θέκλης-Ανωγής. Αναφέρεται στα έθιμα της Μεγάλης Πέμπτης γράφοντας : « Αι γυναίκες δεν εσάρωνον από την Μεγάλην Πέμπτην μέχρι το Μεγάλο Σάββατον, και αν εσάρωνον, δεν επετούσαν τα σκουπίδια. Και αφού ήθελε πέση το κομμάτι, τότε τα επετούσαν. Και επετούσαν και παλιόπιατα, παλιοπαδέλες και άλλα διάφορα αγγεία, και έλεγον :Στην πομπή σας κ.λ.π.». Βλέπουμε πως κυρίως πετούσαν πήλινα αγγεία και πιάτα.
Το έθιμο «το σπάσιμο των πήλινων αγγείων ή της στάμνας» δεν είναι ξενικό, αλλά προέρχεται από τα Αρχαία Ελληνικά χρόνια και πέρασε στο Βυζάντιο και ως κατάλοιπο διατηρείται σε κάποια μέρη των Επτανήσων. Πρόκειται για ταφικό έθιμο, που λίγο πολύ αθέλητα το διατηρούμε όλοι μας έως σήμερα. Αφού βγάλουμε τη σορό του νεκρού από το σπίτι, κάποιος παίρνει και σπάει ένα πιάτο ή κάτι πήλινο, έξω από την πόρτα, για να σταματήσει το κακό. Για να μη πάρει ο νεκρός, σύμφωνα με την πρόληψη που επικρατεί, κάποιον άλλον από την οικογένεια σε σύντομο χρόνο. Ο λαός νομίζει πως δια του κρότου, που παράγεται από το σπάσιμο των αγγείων, εκτοπίζει το κακό. Το έθιμο του να θραύουμε τα αγγεία (5) και ιδίως τα πήλινα, ανήκει στην αρχαιότητα και πέρασε στο Βυζάντιο και έπειτα στη Δύση. Προέκτασή του ή καλύτερα μια άλλη μορφή του εθίμου είναι τα βαρελότα και οι κροτίδες και όλα αυτά που παράγουν τον βροντώδη θόρυβο, με σκοπό να εκτοπίσουν το κακό ενεργειακά.
Το έθιμο του να σπάμε τα αγγεία ή κάτι πήλινο, όταν ο άνθρωπος τελειώσει τη ζήση του, καθιερώθηκε και σε βαριά ασθενείς επειδή μέσα σε πήλινα αγγεία τοποθετούσαν τα φάρμακα (6). Βέβαια υπάρχουν και άλλες εξηγήσεις, που η κάθε μια θέλει να πει τη δική της αλήθεια, όπως ότι τα πήλινα είναι φτιαγμένα από χώμα, από πηλό και αφορούν στη δημιουργία του ανθρώπου σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, δηλαδή ότι ο Πλάστης μας έφτιαξε από χώμα (Εκφράσεις: είσαι κακό ή καλό αγγειό…)
Η δικαιολόγηση του εθίμου, ότι αυτό στηρίζει την ύπαρξή του σε τροπάριο της Μ. Παρασκευής, πιστεύω πως, είναι λάθος και πρόκειται για ύστερη θέση κάποιων λαογράφων. Πράγματι, υπάρχει στους Ψαλμούς Β΄(2) ΑΙ ΜΕΓΑΛΑΙ ΩΡΑΙ της Μ. Παρασκευής το ψαλτικό κείμενο «Ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς» και πιστεύεται από πολλούς ότι το έθιμο δημιουργήθηκε πάνω σ’ αυτό το εκκλησιαστικό κείμενο. Κατά την άποψή μου είναι μια σύμπτωση λαογραφικού και εκκλησιαστικού κειμένου, όπως υπάρχουν και τόσες άλλες…
Όπως και να έχει το έθιμο «το σπάσιμο της στάμνας» διατηρείται ακόμη, (δεν σταμάτησε ποτέ) στην αρχική του μορφή στα Μονοπολάτα, με την αμέριστη βοήθεια των Επιτρόπων και πραγματοποιείται μέσα στο ναό της Αγίας Παρασκευής κατά την ώρα που ο ιερέας λέει το «Ανάστα ο Θεός». Από τον διπλό γυναικωνίτη, έπειτα από το θόρυβο των ξύλων και των χτυπημάτων, αμολάρουν το μεγάλο πήλινο αγγείο στο κάτω μέρος του ναού και συνεχίζουν την αναστάσιμη ακολουθία γιορταστικά και πολύ όμορφα χριστιανικά. Μακάρι να αναβιώσει προσεκτικά και σε άλλους τόπους του νησιού, χωρίς ακρότητες και παραλλαγές και να το χαίρονται οι πιστοί και ο κάθε επισκέπτης. που χαίρεται την πασχαλινή περίοδο στο νησί μας.
Σημειώσεις
- Βλ. Τάκη Νατσούλη, Το Λεξικό της Λαϊκής Σοφίας, εκδόσεις Σμυριωτάκης, σελ.494. Επίσης υπάρχουν πλήθος αναφορές για αυτό το έθιμο της μινωικής αρχαιότητας σε ανάλογες μελέτες των αρχαιολόγων και ιστορικών, πρβλ Χαράλαμπους Βουδόλημου, Δοκίμιον περί του ιδιωτικού Βίου των Αρχαίων Ελλήνων, Αθήναι, τ. Α΄ 1895, τ.Β΄1903.
- Για το έθιμο Πέφτει το κομμάτι, βλ. Θεόδωρος Π. Ευαγγελάτος, Μονοπολάτα, Αθήνα 1984.
- Βλ. Τ. 3ος , σελ. 601
- Βλ. Τ. 3ος , σελ. 629, Έθιμα Μ. Εβδομάδας, και άρθρο του ιδίου στο περιοδικόν σύγγραμμα «Παρνασσός» 1892, σελ. 290
- Pouqueville, Voyage dawn la Grece t. VI σ. 146. Επίσης βλ. Ν. Γ. Πολίτου, Λαογραφικά Σύμμεικτα Γ΄, Τα κατά την τέλευσην, σελ. 333, και του ιδίου, Λαογραφικά Σύμμ. Β΄ ,σελ. 280
- Ό.π.
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΜΑΣ [6]
.
Τα ήθη μας και τα έθιμά μας είναι φανερή αντίφασιν με τα ευπρεπή μας φορέματα, με τα λαμπρά μας οικήματα και με ίσως κάθε άλλο υλικό μέρος της κοινωνίας μας.
Ο ύστερος όχλος των ύστερων χυδαίων μας, όστις έλαβε τώρα ύστερα το τιμόνι του Κράτους μας και πηγαίνει το καράβι μας ίσια πάνου στο βράχο, είχε πάει πρωτύτερα και το τιμόνι της εκκλησίας μας. Ελάτε ξένοι να ιδείτε πως εκατάντησε η θρησκεία μας!…
Ελάτε ξένοι να ιδείτε πως εορτάζουμε τη Λαμπρή μας. Μεγάλο Σάββατο, Λαμπρή και Ναι Δευτέρα, τρεις ημέρες αράδα, θέλει ιδείτε τους χυδαίους μικρούς μεγάλους, σαν έξω φρενών, να γυρίζουν στους δρόμους αρματωμένοι με πιστόλες και κάποιοι με τουφέκια και με τρομπόνια, να γιομίζουνε και να ρίχνουνε σμπάρα σα σ’ επανάσταση!
Ένας ανήξερος από τούτη τη βαρβαρότητα ήθελε νομίσει να βρίσκεται μέσα σε μίαν κοινωνίαν από τρελούς!… Έτσι στο τέλος της βαρβάρου τούτης παραφροσύνης μαθαίνουμε πάντα πόσα και ποία τα δυστυχήματα. Ενός έσπασε η πιστόλα και του έκοψε τα δάχτυλα! Αλλουνού η πιστόλα εσμπαράρισε μέσα στο βρακί του και του εξέσκλισε το πλευρό του! Άλλος τραβώντας άσκεφτα μεσ’ στους ανθρώπους εσκότωσ’ ένα παιδί… Και πάει λέοντας.
Ανάμεσα σε τούτους τους πιστολοφόρους και τρομπονοφόρους το Μεγάλο Σάββατο θελ’ ιδείτε και μαχαιροφόρους, οι οποίοι διατρέχουν όλους τους δρόμους φωνάζοντες “ποιος έχει αρνιά για σφάξιμο” με το μαχαίρι στο χέρι τους και δέρματα ακόμη ζεστά, από άλλα αρνιά που εσφάξανε, τούτη όντας η πληρωμή τους. Η θεωρία των ανθρώπων τούτων είναι ανάλογη με το έργον τους αληθινοί σφάχτες, είναι άπαστροι, ματωμένοι, σιχαντεροί και φρικώδεις.
Τούτες τες τρεις ημέρες. Ημέρες φρενοβλαβείας δια τον Τόπον, κάθε φρόνιμος οικογενειάρχης κλειέται στο σπίτι του, για να βαστά κλεισμένα τα παιδιά του, μην έβγουν έξω και του συνέβη σ’ εδαυτά κανένα δυστύχημα. Και τούτη είναι η Λαμπρή μας!… Και εορτάζεται έτσι η θυσία Εκείνου, που έχυσε το αίμα του απάνου στο σταυρό συμβουλεύοντας την θρησκείαν της ειρήνης και της αγάπης, την λατρείαν της Θεότητος εν πνεύματι και αληθεία, την πάυσιν της βαρβαρότητος, την φώτισην και την ηθικοποίησιν των λαών!…
Οποίον θυσίαν εματαιώσαμε!…
[1] Εφημ. Η Σφήκα, αρ. φυλ. 30, 7-4-1868, σ.σ. 2-3.
[2] Εφημ. Τύπος , αρ. φυλ 9 , 29-3-1890, σελ 4.
[3] Εφημερίς Αργοστολίου, αρ. φυλ. 27, 5-4-1901, σελ 3.
[4] Εφημ. Μύδρος αρ. φυλ. 3, έτος Α.,΄16-4-1900 σ.σ. 2-3
[5] Ό.π. υποσημείωση 5.
[6] Είναι ένα κείμενο του Ανδρέα Λασκαράτου, που δεν έχει συμπεριληφθεί στα Άπαντα του τα οποία επιμελήθηκε ο Παπαγεωργίου. Προέρχεται από την Κεφαλονίτικη Εφημερίδα «Σφήκα» 9 αρ. φυλ. 75, 27/ 4/1869. Επίσης αναζήτησε το κείμενο του Ανδρέα Λασκαράτου με τίτλο «Ο Χριστός και η Λαμπρή», τ. 3ος σ,σ, 516-517. Το κείμενο έχει περίπου τις ίδιες ιδέες με το αναδημοσιευμένο σε αυτό το φυλλάδιο.
*Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου, χωρίς την προηγούμενη άδεια των «Συντελεστών» του portoni.gr.